- αλιφροσύνη
- ἁλιφροσύνη, η (Α) [ἁλίφρων]κατά Ησύχ. «ἱκανὴ φρόνησις».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλίφρων — ἁλίφρων ( ονος), ο, η (Α) αυτός που διαθέτει αρκετή φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλις «αρκετά» + φρων < φρήν. ΠΑΡ. αρχ. ἁλιφροσύνη] … Dictionary of Greek